- προσστείχω
- προσστείχω,A go or come towards,
προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Od.20.73
; δεῦρο π. S.OC30, cf. 320, OT79 (in codd. of S. always προστ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Od.20.73
; δεῦρο π. S.OC30, cf. 320, OT79 (in codd. of S. always προστ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσστείχω — Α έρχομαι ή πορεύομαι προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + στείχω «βαδίζω»] … Dictionary of Greek
προστείχοντα — προσστείχω go pres part act neut nom/voc/acc pl προσστείχω go pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστείχουσα — προσστείχω go pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέστιχον — προσστείχω go aor ind act 3rd pl προέστιχον , προσστείχω go aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστείχω — Α εσφ. γρφ. τού προσστείχω … Dictionary of Greek